- κατάδεσμα
- κατάδεσμαneut nom/voc/acc sgκατάδεσμαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάδεσμα — κατάδεσμα, έσματος, τὸ (Α) [καταδέω (Ι)] 1. το δέσιμο με μάγια 2. στον πληθ. τὰ κατάδεσμα ισχυροί δεσμοί … Dictionary of Greek
καταδέσματα — κατάδεσμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδέσμοις — κατάδεσμα neut dat pl κατάδεσμος tie masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδέσμων — κατάδεσμα neut gen pl κατάδεσμος tie masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)